ιχνηλασία

ιχνηλασία
ἡ (Α ἰχνηλασία) [ιχνηλάτης]
το έργο τού ιχνηλάτη, ανίχνευση, παρακολούθηση τών ιχνών, αναζήτηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἰχνηλασία — ἰχνηλασίᾱ , ἰχνηλασία tracking out fem nom/voc/acc dual ἰχνηλασίᾱ , ἰχνηλασία tracking out fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιχνηλασία — η παρακολούθηση ιχνών, ανίχνευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰχνηλασίας — ἰχνηλασίᾱς , ἰχνηλασία tracking out fem acc pl ἰχνηλασίᾱς , ἰχνηλασία tracking out fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰχνηλασίαν — ἰχνηλασίᾱν , ἰχνηλασία tracking out fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφοιτώ — διαφοιτῶ ( άω) (Α) 1. περιπλανώμαι, περιφέρομαι 2. (ιδ. για σκυλιά σε ιχνηλασία) βαδίζω μπρος και πίσω 3. (για φήμη) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι 4. (με αιτ.) επισκέπτομαι συχνά («διαφοιτῶντες τὸ ζεῡγμα», Φιλοστρ. Εικόνες) 5. διαπερνώ («ψυχὴ… …   Dictionary of Greek

  • εξακολούθηση — η (Α ἐξακολούθησις) [εξακολουθώ] συνέχεια, συνέχιση («η εξακολούθηση τού έργου τού προκατόχου του») νεοελλ. φρ. «κατ εξακολούθηση» συνεχώς (χωρίς διακοπή ή με συχνές επαναλήψεις) αρχ. παρακολούθηση, ιχνηλασία …   Dictionary of Greek

  • ιχνηλάτησις — ἰχνηλάτησις, ἡ (Μ) [ιχνηλατώ] ιχνηλασία* …   Dictionary of Greek

  • ιχνηλατία — ἰχνηλατία και ἰχνηλατεία, ἡ (Α) πιθ. εσφ. ανάγνωση τού ιχνηλασία* …   Dictionary of Greek

  • ιχνηλατικός — ή, ὁ (Α ἰχνηλατικός, ή, όν) [ιχνηλάτης] επιτήδειος στην ιχνηλασία, ιχνευτικός*, ανιχνευτικός. επίρρ... ἰχνηλατικῶς (Μ) με ιχνηλατικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • στιβεία — και στειβία και επ. τ. στιβίη, ἡ, Α 1. πάτημα 2. βάδισμα, περπάτημα 3. οδός, δρόμος («στίβος, ἡ ὁδός στιβεία τὸ αὐτό», Ηρωδιαν.) 4. ανίχνευση με κυνηγετικούς σκύλους, ιχνηλασία («φασιν... ἄρκυσιν ἑλεῑν οἰ δέ, διὰ τῆς στιβείας χειρώσασθαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”